Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσότσος -η -ο

ο μικρός, ο ολίγος. Στην τοπική διάλεκτο χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις. Φράσεις: “τσότσο πράμα” – “τσότσο κρέας, τυρί κ.λπ” – Ένα παιδάκι τσότσο” – “τσότσο γλυκό” κ.ά.π.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσότσος -η -ο (Ἀλ. τσὸτς) = μικροσκοπικός, μικρούλης, ὀλίγος.

 Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   

Πολύ μικρή ποσότητα, διάσταση κ.λπ. “Τσότσο κρέας, ψωμί ..”.
Πιθανότατα είναι θωπευτικό της αντωνυμίας τόσος, που συνήθως συνοδεύεται με το μόριο δα (εξ ου τοσοδούλι, -ης).
Ανάλογο και το τσαμένο από το καημένο, -ος. Σχετικό είναι το “τρίμμα” (από το τρίβω), ένα τρίμμα τυρί.
Δε νομίζω ότι το αλβανικό “τσοτς” του Λάζαρη έχει να κάνει. Αυτό που σίγουρα έχει να κάνει είναι το κατωποδείκο παρατσούκλι τσότσο-λος.
Θωπευτικό είναι και το “κούτσικο” από το μικρούτσικο (απομάκρυνση του μι και του ρ).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Τσότσο καὶ τοσουλάκι καὶ τσουτσουλάκι § ὀλίγον τι. Π. δός μου τσότσο ψωμί. – στάκα τσουτσουλάκι ἀκόμη ὅσο νἄρτῃ. ΚΝ.

Σημ. Καθ᾿ ὑποκορ. ἐκ τοῦ τόσον· καὶ οἱ ἀρχ. ἕλ. τοσάτιον τὸ πολὺ ὀλίγον· ἀλλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος λέγ. Τοσούτικος καὶ τοσούτσικος (ἰδ. Γαζ. ἐν λ. τοσάτιον). Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.