τσοράπ(ι) 18 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τσοράπ(ι) /τὸ/ (Τ. τσοράπ, Σ. τσαράπα) = κάλτσα ἀνδρικὴ πλεκτὴ ἐξ ἐγχωρίου ἐρίου. καί τσουράπι