τσοπόρα
Τσοπόρα /ἡ/ (Τ. τσοπούρ, Π. τσὸπ-χὸρ) = ἀγρὸς πετροβριθής, ἔδαφος πετρῶδες πενιχρᾶς ἀποδόσεως. βλ. καί τσεπόρια ή τσοπόρια (τα)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τσοπόρα /ἡ/ (Τ. τσοπούρ, Π. τσὸπ-χὸρ) = ἀγρὸς πετροβριθής, ἔδαφος πετρῶδες πενιχρᾶς ἀποδόσεως. βλ. καί τσεπόρια ή τσοπόρια (τα)