τσόλι (το)
- τετράγωνος σάκος με κάλυμμα από γίδινο μαλλί, που το χρησιμοποιούν στα παλιά λιτρουβειά για να βάνουν μέσα το ζυμάρι της αλεσμένης στο αλώνι ελιάς. Τα γεμισμένα τσόλια τα έστηναν το ΄να πάνω στ΄ άλλο στη μηχανή (πιεστήριο) όπου με την πίεση και με ζεματιστό νερό έβγαινε το λάδι.
- τα φθαρμένα ρούχα, τα ξεσκισμένα και λερωμένα. “φοράει τσόλια ο άνθρωπος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσόλ(ι) /τὸ/ (Τ. τσούλ, Ἀλ. τσούλ-ι) = τεμάχιον αἰγείου ἐρέας ἐν εἴδει φακέλλου ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἁπλοῦται ἡ πρὸς ἔκθλιψιν ἐλαιοζύμη, ἐφθαρμένον εἶδος ἱματισμοῦ, ράκος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσόλι = ὁ ἐν εἴδει φακέλου μάλλινος σάκος πού τοποθετοῦν τόν ἀλεσμένο ἐλαιόκαρπο γιά τό στίψιμο στά ἐλαιοτριβεῖα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής