Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσόκος (ο)

το ανδρικό αιδοίο. Συναντάται στην απειλητική και προσβλητική φράση: “Στο τσόκο μου σε γράφω”, που συνοδεύεται με την ανάλογη χειρονομία.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσόκος /ὁ/ (Ἰ. ciocco) = πρέμνον, στέλεχος, τὸ πέος τοῦ ἄρρενος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.