Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσιβίκι (το)

  1. η λέξη χρησιμοποιείται συχνά από τους μαστόρους τοιχοποιοίας με πέτρες και εννοούν μικρά κομμάτια πέτρας ή κεραμιδιού που τα βάνουν στα διάκενα της λιθοποιίας για να τα καλύψουν. Πρόκειται για ένα είδος σφήνας που καλύπτει τεχνικές ανάγκες στη δύναμη
  2. η ενίσχυση του υφάσματος κατά το ράψιμο φορεσιάς με τον τρόπο της αναδίπλωσης το ρήμα είναι τσιβικώνω = τοποθετώ τσιβίκια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσ(ι)βίκ(ι) /τὸ/ (Τ. τσιβὶ) = ἀναδίπλωσις τοῦ ὑφάσματος κατὰ τὴν ραφήν, ἐνίσχυσις τῆς ραφῆς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


τσιβίκι (τό)  τσιβίκια (τά): μικρά κομμάτια πέτρας ἤ κεραμιδιῶν πού μπαίνουν στά διάκενα τῆς λίθινης τοιχοποιΐας.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.