τσίτσα (η)
ξύλινο βαρελάκι σε ελλειψοειδές ή κυκλικό σχήμα, μέσα στο οποίο έβαναν νερό, κρασί ή ξίδι.
Οι μικρές δούγκες του στερεώνονται με δύο σιδεροστέφανα. Έχει μικρό στόμιο στην κορυφή και κρεμιέται με αλυσίδα ή σκοινάκι. Είναι πρακτικό και πολύ χρήσιμο σκεύος και το ΄παιρναν έτσι γιομάτο κρασί ή νερό στις αργατιές.
Σε κτγρφ, περιουσίας του 1725 βλέπομε: “τσίτσα μικρή μία”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσίτσα /ἡ/ (Ἰ. zezzolo;) = βομβύλη, τσότρα ἀπὸ σκαλιστὸν ξῦλον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης