Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσίπα (η)

φτηνό και καθημερινό μαντήλι της παραδοσιακής φορεσιάς.
Γίνεται από ψιλό και διαφανές μπαμπακερό ύφασμα. Όλες οι γυναίκες στα χωριά και πολλές στη Χώρα, έχουν την τσίπα τους. Αν καμιά φορά βγάλουν την τσίπα τους, γίνονται αντικείμενο κουτσομπολιού, γι΄ αυτό και ο χαρακτηρισμός ξετσίπωτος. Αυτό όμως λίγο-πολύ ισχύει για όλα τα κεφαλομάντηλα της Λευκαδίτισσας.
Δεν τα βγάνει παρά μόνο μέσα στο σπίτι. Παραλλαγές της τσίπας είναι οι μαντηλότσιπες και οι μεταξότσιπες.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσίπα /ἡ/ (σῦφαρ; Ἀ. Τ. ἠσαbὲ) = γυναικεῖος κεφαλόδεσμος τῆς ἐγχωρίας ἀμφιέσεως, αἰδημοσύνη, ἐντροπή.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


“Φτηνό και καθημερινό μαντήλι της παραδοσιακής μας φορεσιάς” (Κοντομίχης).
Ο Λάζαρης ανατρέχει σε αλβανοτουρκικά για να ετυμολογήσει μια λέξη που είναι δική μας. Απαντά και στα μεσαιωνικά με τη σημασία του πέπλου (τσεμπέρι), αλλά και στην αρχαιότητα ως σίφα-χόρια (Ησύχιος) με την έννοια του “υμένος” που καλύπτει ενίοτε το πρόσωπο του νεογνού και “αφαιρείται από τη μαμή μετά τον τοκετό”.
Τσίπα (Μπαμπινιώτης).
Η τσίπα μεταφορικά σημαίνει την αιδώ (ντροπή) και όποιος δεν την έχει λέγεται “ξετσίπωτος”. Και βέβαια “ξετσίπωτη” δεν χαρακτηρίζουμε μια γυναίκα επειδή απλά έβγαλε την τσίπα-μαντήλι της, αλλά επειδή, “έβγαλε” την ντροπή και έγινε αδιάντροπη. Και μια και το ‘φερε η κουβέντα να θυμηθούμε και τη σχετική αρχαία παροιμία: “Άμα δε κιθώνι εκδυωμένω, συνεκδύεται και την αιδώ γυνή” > Άμα η γυναίκα βγάλει το φόρεμα της, βγάζει και τη ντροπή της μαζί.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Τσίπα = λεπτότατο ὕφασμα πού τό δένουν οἱ γυναῖκες στά μαλλιά τους (δέμα).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.