Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσινάω

δείχνω, εκφράζω τη δυσαρέσκεια μου ή την αποδοκιμασία μου με απότομη κίνηση, ύψωση φωνής ή μορφασμό.
τσίνισμα – τσινιάρης – τσινιάρικο (άλογο)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσ(ι)νάω (σαίνω) = ἐκδηλώνω δυσαρέσκειαν διὰ κινήσεως ἢ μορφασμοῦ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Λέμε: αυτός -ή ετσίν(η)σε, δηλ. αντέδρασε. Ή μη τσινάς.
Το τσινώ σημαίνει κλοτσώ και προέρχεται από το μεσαιωνικό (ίδιο) τσινώ > τινώ > τινάζω (με το γλωσσικό φαινόμενο του τσιτακισού δηλ. της τροπής του -τ- σε -τσ-. Λέγεται κυρίως επί ζώων. Με το “σαίνω” του Λάζαρη, που σημαίνει θωπεύω, δεν έχει σχέση. και η έννοιά του είναι λακτίζω = κλοτσώ και όσον αφορά στα πρόσωπα, σημαίνει δυσανασχετώ. Μόνο που πολλές φορές η κατάσταση αυτή εκδηλώνεται και με κλοτσιές (κατά μίμηση του γνωστού ζώου).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.