Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσιγλί και τσιλί

Τσιγλί καί τσιλί = εἶδος πολύ λεπτοκαμωμένης πλεξίδας ἀπό ἐκλεκτό λινάρι σέ πάχος μετρίου σπάγγου πού προσδένουν στό ἄκρο τῆς σφεντόνας καί μέ τό πέταμα τῆς πέτρας ἀφήνει ἕνα διαπεραστικό σύριγμα.

βλ. και τσ΄γί (το)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.