τσιγίσι (το)
- το σύνολο του ρουχισμού που παίρνει προίκα η νύφη και μαζί τα υφαντά του αργαλειού.
- τα κρεββάτια της νύφης που με τελετουργική πομπή τα πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού την Παρασκευή προ του γάμου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσιγίσ(ι) /τὸ/ (Τ. δζιχὶζ) = ὁ προικῷος ρουχισμός, τὰ χειροποίητα (ὑφαντά, πλεκτά, κεντητὰ) προικιὰ τῆς νύφης, ἡ πομπὴ τῆς προικὸς πρὸς τὴν κατοικίαν τῶν νεονύμφων.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης