τσιγαρίζω
ψήνω το φαγητό με λάδι ή βούτυρο και ελάχιστο ή χωρίς, νερό – κάνω καβούρδισμα που είναι η πρώτη φάση του κανονικού μαγειρέματος ορισμένων φαγητών. “Τσιγαρίζω τα λάχανα για την πίτα” – “τσιγαρίζω το κοτόπουλο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσ(ι)γαρίζω (Ἰ. asciugare) = καβουρδίζω, ξηροψήνω χωρὶς νερό.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης