Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσίγαλο (το)

ο καρπός της αμυγδαλιάς, σε κατάσταση χλωρή, προτού να πέσει το πράσινο περίβλημα του και αναδειχθεί το ξυλώδες εσωτερικό περίβλημα του αμυγδάλου

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσίγαλο /τὸ/ (σὺν-γάλα, Τ. τσάγλα) = τὸ χλωρὸν ἀμύγδαλον πρὶν στερεοποιηθῇ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ξυλῶδες περίβλημα.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Τσίγαλο, α.
Έτσι λέμε τα τσάγαλα, τ΄ αγίνωτα αμύγδαλα, “που μέσα η ψίχα τους είναι όλο γάλα” (Φιλίντας, από το “διάγαλα” ή “σύγαλο” κατά τον Φ. Κουκουλέ κ.ά). Ο Μπαμπινιώτης το χαρακτηρίζει “αβεβαίου ετύμου”, αποκλίνει όμως στο διάγαλα και δεν αποκλείει την αναγωγή του από το τούρκικο “τσάγλα”, άγουρο αμύγδαλο. (Το αναφέρει και ο Λάζαρης).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.