Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσίφι (το)

ελαφρό και διαπεραστικό κρύο.
“Κάνει κρύο, κάνει τσίφι και κρυώνει τι κατσίφι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσίφ(ι) /τὸ/ (σεύω) = λεπτὸν ψύχος, ψυχρίτσα.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.