τσίφι (το)
ελαφρό και διαπεραστικό κρύο.
“Κάνει κρύο, κάνει τσίφι και κρυώνει τι κατσίφι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσίφ(ι) /τὸ/ (σεύω) = λεπτὸν ψύχος, ψυχρίτσα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ελαφρό και διαπεραστικό κρύο.
“Κάνει κρύο, κάνει τσίφι και κρυώνει τι κατσίφι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσίφ(ι) /τὸ/ (σεύω) = λεπτὸν ψύχος, ψυχρίτσα.
Αθανάσιος Καλλιανιώτης -
Τσιβούρα λέμε στη μακεδονική χωριατική, χωριό Αιανή Κοζάνης, το πολύ κρύο. Σχετίζεται μάλλον.