τσέτσελε – πέτσελε
τίποτα, ασήμαντα πράγματα.
“Τι έχουν σήμερα τα ψαράδικα στην αγορά; – Τσέτσελε – πέτσελε”.
Το φραστικό αυτό σχήμα που σπάνια το ακούει κανείς σήμερα τείνει να χαθεί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσέτσελε-πέτσελε (Ἰ. tensile-pensile) = πρᾶγμα ἰσχνὸν καὶ ἀτροφικόν, ἀσήμαντον κατὰ ποσότητα καὶ ποιότητα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης