τσερβέλο καί τσέρβελο 18 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τσερβέλο καί τσέρβελο /τὸ/ (Ἰ. cervello) = ἐγκέφαλος, μυαλό, νοῦς.