Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσέντζερ(η)

Τσέντζερ(η) /ἡ/ (Τ. τενδζερὲ) = χαλκίνη χύτρα, κατσαρόλα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Τέ(ν)τζερη ή τσέ(ν)τζερη, η: χάλκινον σκεύος υπό μορφήν κύστεως, κυλίνδρου, για την μεταφορά νερού στο κεφάλι. Εκ του αρχ. ρ. τέγγω –τέγξω -έτεγξα = υγραίνω, βρέχω, και τέγγει = βρέχει. Τέγγω → τέγγερη, τέντζερη.  Κατ’ επέκταση η τέγξις-εως είναι η διάβρεξις και τέγεος και τέγος, είναι πάν εστεγασμένον κατακρατούν την βροχήν, η στέγη, η σκεπή.  (Λεξ. Σούδα).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.