Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Τσαρποτσούκαλο

Τσαρποτσούκαλο /τὸ/ (Ἰ. ciarpa-zucca, Τ. τσουκὰλ) = παλαιὸν βεβλαμμένον καὶ ἄχρηστον σκεῦος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.