Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσαρκαρεύω

ψάχνω κάτι να βρω ανάμεσα σε άλλα πράγματα και το κάνω κρυφά.
“Τι τσαρκαρεύεις εκεί, η αφεντιά σου;”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσαρκαρεύω -άρω (Ἰ. cercare) = ἐρευνῶ κρυφίως, ψάχνω νὰ εὕρω.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Τσαρκαρεύω = ἐρευνῶ μέσα σέ ἄλλα πράγματα νά βρῶ κάτι καί δημιουργῶ θόρυβο.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.