τσαρκαρεύω
ψάχνω κάτι να βρω ανάμεσα σε άλλα πράγματα και το κάνω κρυφά.
“Τι τσαρκαρεύεις εκεί, η αφεντιά σου;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσαρκαρεύω -άρω (Ἰ. cercare) = ἐρευνῶ κρυφίως, ψάχνω νὰ εὕρω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσαρκαρεύω = ἐρευνῶ μέσα σέ ἄλλα πράγματα νά βρῶ κάτι καί δημιουργῶ θόρυβο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής