Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσανταρόλα (η)

μεγάλη πρόγκα, καρφοβελόνα της βιομηχανίας

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσανταρόλα /ἡ/ (Ἰ. chiodaiuolo) = βιομηχανικὴ καρφὶς (πρόκα) πρώτου μεγέθους.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


τσανταρόλες: (βενέτικες) ἤ ζανταριόλες ἤ τσανταριόλες: μακριά σι­δε­ρέ­νια καρφιά που ἔφθαναν και 30-40 ἑκ. μῆκος, (BEN. chiodariòl, IT. chiodaiuolo).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


Τσανταρόλα = κορφοβελόνα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.