Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσαγγαρίτ(ι)κος -η -ο

Τσαγγαρίτικος -η -ο (Λ. zancha, zanga, Βζ. τσαγγίον) = εἶδος ὑποδήματος, (τσαγγάρης) = ὑπόδημα χειροποίητον καλῆς τέχνης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.