Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τρουλίδα (η)

  1. φλύαρο πουλί με μακριά και αδύνατα πόδια (κωλοβάμονα πτηνά)
  2. ο ασίγαστος, ο φλύαρος άνθρωπος. “Φευγάτε από δω, μωρέ τρουλίδες, μου πήρατε τα μυαλά … ” “Σου ‘ναι αυτή μια τρουλίδα …, άμα σε πιάσ΄ στην κουβέντα δε σ΄ αφήνει άλλο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τρο(υ)λίδα /ἡ/ (Ἰ. trullare) = τὸ καλοβατικὸν πτηνὸν στέρνα, φαλαρόπους, οἰδίκνημος κ.τ.ὅ. ἄτομον φλύαρον.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.