τρουλίδα (η)
- φλύαρο πουλί με μακριά και αδύνατα πόδια (κωλοβάμονα πτηνά)
- ο ασίγαστος, ο φλύαρος άνθρωπος. “Φευγάτε από δω, μωρέ τρουλίδες, μου πήρατε τα μυαλά … ” “Σου ‘ναι αυτή μια τρουλίδα …, άμα σε πιάσ΄ στην κουβέντα δε σ΄ αφήνει άλλο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρο(υ)λίδα /ἡ/ (Ἰ. trullare) = τὸ καλοβατικὸν πτηνὸν στέρνα, φαλαρόπους, οἰδίκνημος κ.τ.ὅ. ἄτομον φλύαρον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης