τρογύρου (επίρρ.)
γύρω, τριγύρω, εδώ κι εκεί.
– “Πού είναι, παιδί μου, η μάνα σου; – Εδώ τριγύρου, πάει, ‘λογογυρίζει στη γειτονιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρογύρου (Ἰ. tra-γῦρος) = πέριξ, ὁλόγυρα, ἐδῶ κι’ ἐκεῖ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης