τρογυρίστρα (η)
- η γυναίκα που γυρίζει σε γειτονικά ή άλλα σπίτια για κουτσομπολιό
- μόλυνση σε δάχτυλο του χεριού μας, παρονυχίτιδα που προξενούσε φοβερούς πόνους. Θεραπευόνταν με ρεμέντια: α) πότιζαν ένα γαλάζιο πανί με λάδι κι αφού το θέρμαιναν καλά, το ΄βαναν απάνω. β) με ψητό κρεμμύδι, στο οποίο έτριβαν σαπούνι μπουγάδας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρογυρίστρα /ἡ/ (Ἰ. tra-γυρέω -ῶ) = γυνὴ περιφερομένη ἀργοσχόλως, παρονυχῖτις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης