Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τρογυρίστρα (η)

  1. η γυναίκα που γυρίζει σε γειτονικά ή άλλα σπίτια για κουτσομπολιό
  2. μόλυνση σε δάχτυλο του χεριού μας, παρονυχίτιδα που προξενούσε φοβερούς πόνους. Θεραπευόνταν με ρεμέντια: α) πότιζαν ένα γαλάζιο πανί με λάδι κι αφού το θέρμαιναν καλά, το ΄βαναν απάνω. β) με ψητό κρεμμύδι, στο οποίο έτριβαν σαπούνι μπουγάδας.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τρογυρίστρα /ἡ/ (Ἰ. tra-γυρέω -ῶ) = γυνὴ περιφερομένη ἀργοσχόλως, παρονυχῖτις.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.