τρογύρα
Τρογύρα (Ἰ. tra-γῦρος) = πέριξ, τριγύρω. /ἡ/ = περιφορὰ δι’ οἰκιακὰς ἐργασίας, ἐνασχόλησις, εὐθέτησις. «ἡ τρογύρα τοῦ σπιτιοῦ».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τρογύρα (Ἰ. tra-γῦρος) = πέριξ, τριγύρω. /ἡ/ = περιφορὰ δι’ οἰκιακὰς ἐργασίας, ἐνασχόλησις, εὐθέτησις. «ἡ τρογύρα τοῦ σπιτιοῦ».