τρόμπα (η)
Έχει τις εξής σημασίες:
α) αντλία υγρών
β) δυνατή βροχή
γ) ο σίφουνας, ο κυκλώνας
Στις δυο τελευταίες περιπτώσεις γινόταν η μαγγανεία του καρφώματος. Κάρφωναν τη δυνατή βροχή – όπως και το χαλάζι – και το σίφουνα με μαυρομάτικο μαχαίρι πάνω σε κορμό δέντρου ή σε κατάρτι καραβιού, αν ήταν στη θάλασσα σχηματίζοντας με το μαχαίρι μία πεντάλφα. Έλεγαν, βέβαια και το σχετικό ξόρκι, που δεν έλειπε σε τέτοιες περιπτώσεις.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρόμπα /ἡ/ (Ἰ. tromba) = ὑδραντλία, καταιωνισμὸς βροχῆς, μετεωρολογικὸς σίφων (στρόβιλος), κυκλών.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης