Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τρίτσα (η)

  1. ψάθινο καπέλο
  2. ρούχο χιλιομπαλωμένο. “έγινε τρίτσα … τρίτσα”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τρίτσα /ἡ/ (Ἰ. drizzare) = ψάθινος πίλος, ψαθάκι, ψάθινο καπέλλο.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Τρίτσα = ὕφασμα ἤ ροῦχα καταξεσχισμένα, φοροῦσε ἕνα φουστάνι τρίτσα (καταξεσχισμένο).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.