τρίτσα (η)
- ψάθινο καπέλο
- ρούχο χιλιομπαλωμένο. “έγινε τρίτσα … τρίτσα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρίτσα /ἡ/ (Ἰ. drizzare) = ψάθινος πίλος, ψαθάκι, ψάθινο καπέλλο.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τρίτσα = ὕφασμα ἤ ροῦχα καταξεσχισμένα, φοροῦσε ἕνα φουστάνι τρίτσα (καταξεσχισμένο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής