τρεπέτσι (το)
εντελώς ξένο πράγμα. Λέμε: το κρασί μας εξίνισε, είναι τέλεια τραπέτσι, δεν πίνεται
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τραπέτσ(ι) (τραπέω, Ἰ. tra-peggio) = δριμέως ὄξεινος, ὑπερβολικὰ ξυνός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο Λάζαρης από ιταλικό tra-peggio. Δε φαίνεται να σχετίζεται άμεσα. Πάντως το αρχαίο τραπητός οίνος, πατημένος, από πάτημα σταφυλιών, σχετίζεται έμμεσα με το τραπέτσι (ρήμα τραπέω, θλίβω, πατώ). Στην Κρήτη το πολύ ξυνό κρασί το λένε δραπέτη.
Ο Ανδριώτης παραπέμπει στον δραπέτη οίνο του Φ. Κουκουλέ, ο οποίος ετυμολογεί από το αρχαίο ρήμα διαδράσκω και πέτομαι με συμφυρμό, κατά τη γραμματική. Συμπέρασμα: από το ελληνικότατο δραπέτης-δραπεύω, παράγεται η λέξη. Και ο Δημητράκος το σχετίζει όπως παραπάνω και μεταφράζει δραπέτσι, όξον δριμύτατον. Λένε: Έβαλες πολύ λεμόνι στο φαϊ και τόκανες δραπέτι (σε μας τραπέτσι).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Τραπέτσι = τό πολύ ξινισμένο κρασί.
Μιχαλόπουλος Απόστολος -
Καλημέρα σας. Μιά άλλη εκδοχή σκέφτομαι, όταν τρώμε κάτι πολύ ξινό, κάνουμε στό πρόσωπό μας κάποιο μορφασμό, καί ταυτοχρόνως κοιτάμε καί τό δέρμα μας, πού σηκώνεται ή τρίχα.
Αυτήν τήν αντίδραση τήν ονομάζουν στήν Κρήτη δραπέτσι. (Δρα+πετσί ) δρά άμεσα στό πετσί.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΛΛΙΟΣ -
Καλησπέρα και καλή χρονιά. Δραπέτσι (δραπέτ’ς) το λένε και στην Ευρυτανία κάτι πολύ ξινό.