τραβετζάρω
- μεταφέρω κρασί ή μάλλον ζυμωμένο μούστο σε άλλο βαγένι.
- μεταφορά κρασιού από το χωριό σε κάντρο πώλησης . Η διαδικασία αυτή λέγεται τραβέντζο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τραβε(τ)ζάρω (Ἰ. travasare) = μεταγγίζω ὑγρὸν (οἶνον, ἔλαιον) ἀπὸ δοχείου εἰς ἕτερον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης