Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τουμπανιάζω

πρήζομαι. “Έγινε τούμπανο απ΄ το φαΐ, ετουμπάνιασε”.
μτφ.: “Θα σε κάμω τούμπανο στο ξύλο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τ(ου)μπανιάζω (τύμπανον -ιάω) = ἐκτείνομαι, ὑπτιάζω, ἐπιπλέω ὑπτίως. ἐν ἀκινησία, ἀποθνήσκω. «τὰ τμπάνιασε».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.