Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τηγανίτα -ες (η)

πρόχειρο έδεσμα καμωμένο από χυλό καθάριου αλευριού και ψημένο στο τηγάνι.
Μέσα σε άφθονο καυτό λάδι, έριχναν με το κουταλάκι το χυλό, που ροδοψήνονταν. Έτσι ξεροψημένες τις πόστιζαν σε μια απλάδαινα και τις πότιζαν με μέλι και πετιμέζι.
Τις τηγανίτες τις έφκιαναν κυρίως για τις αργατιές των αμπελιών ή της σποράς. Τις πήγαιναν το “δειλινό” μα δειληνίσουν.
Στην εορτή των Αγίων Σαράντα στις 9 Μαρτίου – τόχαν σε καλό τους, – έφκιαναν σαράντα τηγανίτες.
Λαϊκό σατιρικό στιχούργημα: “Τη Δευτέρα δευτριάζω / και την Τρίτη δε χτενίζω / Την Τετάρτη φκιάνω πίτες / και την Πέμπτη τηγανίτες”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τ(η)γανίτα /ἡ/ (Σ. τιgάνjι, Ἰ. tegame) = πλακούντιον ψημένον εἰς τὸ τηγάνι, λουκουμᾶς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.