τειαφοσάκι (το)
σακί του εμπορίου που περιέχει πρώτα τειάφι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τειαφοσάκ(ι) /τὸ/ = θειόσακκος, σάκκος μετρίου μεγέθους ἐκ τῶν χρησιμοποιουμένων εἰς τὸ ἐμπόριον τοῦ θείου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης