θρούμπη (η)
το φυτό θρούμπα, θυμάρι.
Έχει μια ευχάριστη ευωδία. Οι χωρικές φκιάνουν με θρούμπες σκούπες, τις λεγόμενες θρουμπόσκουπες, με τις οποίες σκουπίζουν τις αυλές. Η θρούμπη έχει και θεραπευτικές ιδιότητες: “Κοπάνησε τη ρίζα του ξηρού θρούμπου και ανακάτωσον, μετά ιδέ τη και πίνων νερό και παύει ξερατόν” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 69/9).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θρούμπη /ἡ/ (θύμβα) = ὁ θύμος, τὸ θυμάρι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το γνωστό εύοσμο φυτό, χρήσιμο για πολλές δουλειές. Πρακτικά οι χωρικοί φκιάνουν σκούπες, που σκουπίζουν τις αυλές, αλλά καθαρίζουν και βαγένια. Για τις θεραπευτικές ιδιότητες κάνει λόγο ο Κοντομίχης Το επίσημο όνομα αυτού είναι “θύμβρα” και “θύμβρον”, που έγινε σιγά σιγά θρούμπη. Έχουμε και τις ελιές θρούμπες.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Σημείωση: Ο Ηλίας Γαζής στο “Γλωσσάρι της Λευκάδας” με τη συγκεκριμένη έννοια δίνει το λήμμα θρούμπα