Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

θρέφω

Θρέφω = τρέφω, ἀναπτύσσω, ἐπουλώνομαι. «ἔθρεψ’ ἡ πληγιά».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Θρέψω § τρέφω· οὐδ. φρονῶ Π. ἐγὼ σὲ ξέρω τί θρέφεις γιὰ μὲ = τί περὶ ἐμοῦ φρονεῖς.

Σημ. ὁ Βυζ. παρέλειψε τὴν σημασίαν ταύτην. Ἐκ τοῦ τρέφω (Σύλλ. 33).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.