θρέφω
Θρέφω = τρέφω, ἀναπτύσσω, ἐπουλώνομαι. «ἔθρεψ’ ἡ πληγιά».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θρέψω § τρέφω· οὐδ. φρονῶ Π. ἐγὼ σὲ ξέρω τί θρέφεις γιὰ μὲ = τί περὶ ἐμοῦ φρονεῖς.
Σημ. ὁ Βυζ. παρέλειψε τὴν σημασίαν ταύτην. Ἐκ τοῦ τρέφω (Σύλλ. 33).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου