θράσο (το)
ο ετοιμόρροπος, ο αστενικός, ο γερασμένος, ο άχρηστος. Λέγεται για ανθρώπους και ζώα.
φράσεις: “Τι να το κάνουμε αυτό το γαϊδούρι δε βλέπεις; Είναι ένα θράσο και μισό” – “Πώς έγινε αυτό το άλογο έτσι, εγέρασε, ένα θράσο είναι” – “Τι του ζήλεψε αυτή η χριστιανή και τον παντρεύτηκε; Ένα θράσο είναι.” – “Τι περιμένεις απ΄ αυτό το θράσο; Ούτε να μιλήσει δεν μπορεί”.