θειαμαίνομαι
Θειαμαίνομαι: (θείον +μαίνομαι) = εκστασιάζομαι, έχω περιέλθει εις μανίαν τη ενεργεία θεού τινος («μαινόμενος Διόνυσος»), οχλαγωγώ, οργιάζω, θορυβώ, «χαλώ τον κόσμο», είμαι έξω φρενών. «Μαιμόωσα και μαιμώσα» = ενθουσιώσα και οξέως ορμώσα, εξ ου και οι μαινάδες και ο Μαιμακτηριών μήνας (ο Ιανουάριος – από Διός μαιμάκτου», κ.λ.π.), (Λεξ. Liddell-Scott και λεξ. Σούδα).