θαραπεύω 10 Ιαν, 2017 Θ 0 Σχόλια 0 Θαραπεύω = θεραπεύω, ἐξυπηρετῶ, ἱκανοποιῶ. «ὁ ξένος ἀναπεύει ἀλλὰ δὲ θεραπεύει».