Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

θάμαρη (η)

τρόμος και απόγνωση.
φράση: “Τον έπιασε η θάμαρη κι επήε και γκρεμίστηκε στο βράχο της Λαγκάδας”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Θάμαρη /ἡ/ (θεόμορος, θάομαι, θάμβος) = τρόμος, θάμβος, ἀπόγνωσις, ἀπελπισία. «τὸν ἐπῆρ’ ἡ θάμαρη κι’ ἔπεσε κι’ ἐπνίγκε».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.