τέντα
Τέντα /ἡ/ (τείνω, Ἰ. tenda) = σκηνή, στέγαστρον ἐξ ὑφάσματος, τσαντῆρι. /ἐπίρ./ = ἐκτάδην, ὕπτιος, νεκρός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τέντα /ἡ/ (τείνω, Ἰ. tenda) = σκηνή, στέγαστρον ἐξ ὑφάσματος, τσαντῆρι. /ἐπίρ./ = ἐκτάδην, ὕπτιος, νεκρός.