τελέρι (το)
τζάμι παραθυριού
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τελέρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. tollerare, telaro) = ὑελοπλαίσιον παραθύρου, τζαμόφυλλο, τζαμλίκι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
(το). Το άλλως τζαμ(ι)λίκι. Και αυτό από το ιταλικό τελάρο (telaro) πλαίσιο (παράθυρο εδώ).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
τελέρι (τό): πλαίσιο τζαμιοῦ παραθύρου (ξυλουργ.), τζαμόφυλλο, (BEN. telàro, ἰταλ. telaio = σκελετός, πλαίσιο).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου