τεϊπερτέϊ 14 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τεϊπερτέϊ (Ἀλ. τέjε περτὲς) = ἐπείγουσα ἄφιξις ἢ ἀναχώρησις. βλ. Ἔρες περτέρες.