Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τεϊπερτέϊ

Τεϊπερτέϊ (Ἀλ. τέjε περτὲς) = ἐπείγουσα ἄφιξις ἢ ἀναχώρησις. βλ. Ἔρες περτέρες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.