Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τέγκι (το)

από το τέλος = κορυφή, κατάκορφα.
μτφ.: πλήρως
“Είναι στο τέγκι” = καλοζυγισμένο

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τέγκι /τὸ/ (Π. Τ. τὲγκ) = τέγος, κορυφή, ἐπιφάνεια. «στὸ τέγκι»: πληρέστατα, ἐπακριβῶς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.