τέγκι (το)
από το τέλος = κορυφή, κατάκορφα.
μτφ.: πλήρως
“Είναι στο τέγκι” = καλοζυγισμένο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τέγκι /τὸ/ (Π. Τ. τὲγκ) = τέγος, κορυφή, ἐπιφάνεια. «στὸ τέγκι»: πληρέστατα, ἐπακριβῶς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης