ταβλάτσο (το)
μεγάλο ράφι από σανίδες, πατάρι ξύλινο, μακρύ τραπέζι των ξυλουργών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ταβλάτσο (τό): μεγάλο ράφι ἀπό σανίδες, πατάρι ξύλινο, μακρύ τραπέζι τῶν ξυλουργῶν.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
χαμηλό τραπέζι φαγητού
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας