ταβλάδο (το)
ξύλινη οροφή, ή πάτωμα, σκάλα κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ταβλάδο /τὸ/ (Ἰ. tavolato) = σανίδωμα, ξύλινον διάφραγμα, ὀροφὴ τοῦ ξυλίνου δρυφράκτου ἐσωτερικῆς κλίμακος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ταβλάδο: ξύλινη ὀροφή ἤ πάτωμα.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου