ταβανιάζω
ταβανιάζω: κατασκευάζω τό ταβάνι.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ταβανιάζω § κατασκευάζω τὴν ἄνω ὀροφὴν (τὸν οὐρανὸν) τῆς οἰκίας. Ἐκ τούτου ταβάνιασμα. Π. Τὸ ’σπῆτι ἔχει καλὸ ταβάνιασμα = ἡ ὀροφή του εἶνε στερεῶς κατεσκευασμένη. ΚΝ.
Σημ. Ἡ λ. φαίνεται ἔκφυλος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου