ταρνανίζω
χορεύω στα χέρια μου ένα μωρό, με τον τραγουδιστικό ρυθμικό τόνο: τάρι-ρι και μπο-μπο μπο ή με το θωπευτικό τάρνα-τάρνα, τάρνα του ή τάχτα – τάχτα-τάχτα του.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ταρνανίζω (ἠχητ.) = χορεύω τινὰ ἀνὰ χεῖρας, ἀνακινῶ ρυθμικῶς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης