τάρα (η)
η κοινώς λεγόμενη ντάρα = το απόβαρο.
Αδειάζομε το περιεχόμενο ενός δοχείου και κατόπιν το ζυγίζομε και αφαιρούμε το βάρος του. “… 50 κιλά λάδι, αφαίρεσε την τάρα …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τάρα /ἡ/ (Ἰ. tara) = τὸ ἀπόβαρον, τὸ βάρος τοῦ δοχείου ποὺ ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸ μικτὸν βάρος δοχείου καὶ περιεχομένου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης