τανύτρα (η)
ξύλινο ραβδί που στηλώνεται στον πισινό αντί του αργαλειού και αντιστηλώνεται στο αντίστοιχο δοκάρι της βάσης του αργαλειού. Η τανύτρα μπαίνει αριστερά και κατά διαστήματα περιστρέφει το αντί αυτό και έτσι κατεβαίνει το στημόνι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τανύτρα /ἡ/ (τανύω) = τὸ ξῦλον διὰ τοῦ ὁποίου ἐν εἴδει μοχλοῦ περιστρέφομεν τὸ ἀντὶ διὰ νὰ τεντώσωμε τὸ στημόνι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης