ταχτατεύω 14 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Ταχτατεύω (ἠχητ. Τ. τὰχτ) = χορεύω τινὰ ἀνὰ χεῖρας, θάλπω μὲ στοργήν, περιποιοῦμαι. βλ. ταχταρίζω