Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ταμπάνι (το)

  1. τα μεγάλα ματέρια πάνω στα οποία πατούν τα μικρότερα. Τα ταμπάνια μπαίνουν οριζόντια, ενώ τα μικρότερα δοκάρια μπαίνουν κάθετα ή πλάγια
  2. επίπληξη ή βρισιά, αυστηρή παρατήρηση. “το ΄κοψα ένα ταμπάνι γερό, για να μάθει …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ταμπάν(ι) /τὸ/ (Σ. ταbὰν) = πέλμα ξυλοδομῆς, ἡ ὁριζοντία βασικὴ δοκὸς ἐφ᾿ ἧς στηρίζονται οἱ κάθετοι δοκοὶ τῆς ἀντισεισμικῆς ξυλοδομῆς. (Σ. ταbάνjη) = δριμεῖα ἐπίπληξις, κατσάδα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ταμπάνι (τό): τό πέλμα τοῦ ποδός, ἡ πατοῦσα, μεγάλη δοκός,ἐπί τῆς ὁ­ποίας στηρίζονται ἄλλες μικρότερες, ξύλινο δάπεδον δω­μα­τίου, (T. taban).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.