ταμπάνι (το)
- τα μεγάλα ματέρια πάνω στα οποία πατούν τα μικρότερα. Τα ταμπάνια μπαίνουν οριζόντια, ενώ τα μικρότερα δοκάρια μπαίνουν κάθετα ή πλάγια
- επίπληξη ή βρισιά, αυστηρή παρατήρηση. “το ΄κοψα ένα ταμπάνι γερό, για να μάθει …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ταμπάν(ι) /τὸ/ (Σ. ταbὰν) = πέλμα ξυλοδομῆς, ἡ ὁριζοντία βασικὴ δοκὸς ἐφ᾿ ἧς στηρίζονται οἱ κάθετοι δοκοὶ τῆς ἀντισεισμικῆς ξυλοδομῆς. (Σ. ταbάνjη) = δριμεῖα ἐπίπληξις, κατσάδα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ταμπάνι (τό): τό πέλμα τοῦ ποδός, ἡ πατοῦσα, μεγάλη δοκός,ἐπί τῆς ὁποίας στηρίζονται ἄλλες μικρότερες, ξύλινο δάπεδον δωματίου, (T. taban).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου